- στερητικός
- -ή, -ό / στερητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στερώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικόςνεοελλ.φρ. α) «στερητικό μόριο»(γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση, στέρηση ή έλλειψη αυτού που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. ά-γαμος, νη-νεμίαβ) «στερητική νόσος»ιατρ. νόσος που οφείλεται στην απουσία ή στην ανεπάρκεια στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την ισορροπία του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη τροφήγ) «στερητικό φαινόμενο» ή «στερητικό σύνδρομο»ιατρ. όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται μετά από στέρηση οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά.επίρρ...στερητικῶς Α1. με στέρηση2. αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα οἷον στερητικῶς λεγόμενα», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.